εὐκερασία

εὐκερασία
εὐκερᾰσία, ,
A = εὐκρασία, well-tempered constitution, PMag.Leid.W. 17.35.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ευκερασία — εὐκερασία, ἡ (Α) [ευκέραστος] 1. πάπ. η ευκρασία*, η κατάσταση τής σύμμετρης αναμίξεως και συγκερασμού αντιθέτων στοιχείων 2. ο μετριοπαθής βίος, η μετρημένη ζωή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”